- εύστοχος
- -η, -ο (ΑΜ εὔστοχος, -ον)1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον»)2. ο ευφυής, ο έξυπνος3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν)η ευστοχίανεοελλ.αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο κατάλληλος, ο ακριβής, ο επιτυχημένος («εὐστοχη ενέργεια»)αρχ.γεμάτος επιτυχία, ευτυχής, ασφαλής.επίρρ...ευστόχως και εύστοχα (ΑΜ εὐστόχως, Α και εὔστοχα)1. με επιτυχία («οὐ μὴν πάντες εὔστοχα τοξεύουσι», Λουκιαν.)2. σωστά3. επιδέξια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόχος].
Dictionary of Greek. 2013.